- τυρρηνικός
- -ή, -ό / τυρρηνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α [Τυρρηνός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνίανεοελλ.φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» — τμήμα τής δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ τής Κορσικής, τής Σαρδηνίας και τής Σικελίαςβ) «τυρρηνική σάλπιγγα» — σάλπιγγα τών Τυρρηνών, αρχαίων κατοίκων τής Ιταλίας, γνωστή για τον δυνατό ήχο τηςγ) «διά τυρρηνικής σάλπιγγος»i) μεγαλόφωνα, με θορυβώδη αναγγελίαii) (κατ' επέκτ.) επιδεικτικάαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. Τυρρηνικόςτίτλος λόγου τού Δεινάρχου2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Τυρρηνικάτίτλος συγγράμματος τού Σωστράτου3. φρ. α) «σανδάλια τυρρηνικά» — πολυτελή γυναικεία σανδάλια με πέλμα από ξύλο ή φελλό και επίχρυσους ιμάντες (Κρατίν.)β) «τυρρηνικὸς ἀνδριάς» — λεγόταν για κάποιον που ήταν επιτήδειος, σαν τους Τυρρηνούς, οι οποίοι ήταν περίφημοι ανδριαντοποιοί (Πλίν.)γ) «τυρρηνικοὶ δεσμοί» — λεγόταν για πράγματα πολύ δύσκολα και περίπλοκα (λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.